- περιπωμάζω
- ΜΑκαλύπτω κάτι εντελώς με πώμα («δέον τὰ στόμια ἤ περιοικοδομῆσαι ἤ περιπωμάσαι», Φίλ.)αρχ.παθ. περιπωμάζομαια) καλύπτομαι εντελώςβ) περικλείομαι («ἀποπνίγονται... ἐὰν περιπωμασθῇ ὀλίγος ἀήρ», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πωμάζω (< πῶμα)].
Dictionary of Greek. 2013.