περιπωμάζω

περιπωμάζω
ΜΑ
καλύπτω κάτι εντελώς με πώμα («δέον τὰ στόμια ἤ περιοικοδομῆσαι ἤ περιπωμάσαι», Φίλ.)
αρχ.
παθ. περιπωμάζομαι
α) καλύπτομαι εντελώς
β) περικλείομαι («ἀποπνίγονται... ἐὰν περιπωμασθῇ ὀλίγος ἀήρ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πωμάζω (< πῶμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιπωμασθῇ — περιπωμάζω cover with a lid all over aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπωμάζοντες — περιπωμάζω cover with a lid all over pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπωμάσαντες — περιπωμάζω cover with a lid all over aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπώμασον — περιπωμάζω cover with a lid all over aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπωμάσαι — περιπωμά̱σᾱͅ , περιπωμάζω cover with a lid all over fut part act fem dat sg (doric) περιπωμάζω cover with a lid all over aor inf act περιπωμάσαῑ , περιπωμάζω cover with a lid all over aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπωμάζω — Α (αντί περιπωμάζω) καλύπτω, σκεπάζω κάτι με πώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πωμάζω «σκεπάζω με πώμα»] …   Dictionary of Greek

  • περιπωματίζω — Α περιπωμάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πωματίζω (< πῶμα, ατος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”